κριματιστής


κριματιστής
Προφορά

Ετυμολογία
κριματιστής κριματίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κριματιστής

✦ αυτός που έχει αμαρτήσει, αμαρτωλός
✦ αυτός που επιρρίπτει κρίματα, κατήγορος: κι όλος ο κόσμος να είναι γύρω μου κριματιστής, εγώ δεν είμαι φταίστρα (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.