κριματίζω
Προφορά
Ετυμολογία
κριματίζω κρίμα
Ερμηνεία
κριματίζω
✦ κ. κριματίζομαι ρ. (κριμάτ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) αμαρταίνω, κολάζομαι: έφυγα για να μην μουντζώσω τον πεθαμένο και κριματιστώ (Διδώ Σωτηρίου)
✦ μτχ. παθ. πρκμ. κριματισμένος, -η, -ο ως επίθ., αμαρτωλός: οι κριματισμένοι τού γυρεύαν να τους παιδέψει να τους συχωρεθεί το κρίμα (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–