κρικωτός


κρικωτός
Προφορά

Ετυμολογία
κρικωτός μεταγενέστερη ελληνική κρικωτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κρικωτός -ή, -ό

✦ ο αποτελούμενος από κρίκους

Συνώνυμα
αλυσιδωτός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.