κρεολός
Προφορά
Ετυμολογία
κρεολός └γαλλ┘ créole
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κρεολός
✦ θηλ. κρεολή άτομο που γεννήθηκε στις παλιές αποικίες (Αμερικής και Πολυνησίας) από Ευρωπαίους γονείς
✦ άτομο από ένα γονέα ιθαγενή και ένα μιγάδα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–