κρεμνώ


κρεμνώ
Προφορά

Ετυμολογία
κρεμνώ αρχαία ελληνική κρεμῶ

Ερμηνεία
κρεμνώ

✦ κ. κρεμνώ, -άς, -ά ρ. (κρέμ-ασα, -άστηκα, -ασμένος) αναρτώ κάτι από κάπου
✦ απαγχονίζω
✦ σταματώ ή διακόπτω μια δραστηριότητα: μετά από τόσα χρόνια στα γήπεδα, κρέμασε τα παπούτσια του
✦ (μέσ.) κρέμομαι κ. κρεμιέμαι κ. κρεμιούμαι, είμαι αναρτημένος από κάπου: κρέμονται πίνακες στους τοίχους
✦ αιωρούμαι
✦ αυτοκτονώ με απαγχονισμό, υπάρχω ως απειλή πάνω από κάποιον, επικρέμαμαι: ο κίνδυνος κρέμεται από πάνω τους
✦ φρ. κρέμομαι από τα χείλη (από το στόμα) κάποιου, παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον αφηγητή ή ομιλητή – η ζωή του κρέμεται από μια κλωστή, διατρέχει άμεσο κίνδυνο – (παροιμ.) στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί, δεν πρέπει να θυμίζουμε επώδυνες εμπειρίες κάποιου – από σένα κρέμομαι, σε σένα αποθέτω όλες μου τις ελπίδες, από σένα περιμένω σωτηρία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.