κρεμμυδάκι
Προφορά
Ετυμολογία
κρεμμυδάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού κρεμμύδι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κρεμμυδάκι
✦ μικρό κρεμμύδι
✦ φρέσκο κρεμμύδι
✦ φρ. τον έκανε με τα κρεμμυδάκια, τον εξευτέλισε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–