κρεματόριο
Προφορά
Ετυμολογία
κρεματόριο └λατιν┘ crematorium > cremo (= καίω)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κρεματόριο
✦ κλίβανος για την αποτέφρωση νεκρών
✦ ειδικό οικοδόμημα με κλιβάνους στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως για την εξολόθρευση των κρατουμένων από τους ναζί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–