κρεμανταλού
Προφορά
Ετυμολογία
κρεμανταλού ίσως κρεμανταράς με ανομ.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κρεμανταλού
✦ θηλ. κρεμανταλού άνθρωπος πολύ ψηλός και άγαρμπος: ένας άντρακλας ίσαμε κει απάνου. Κρεμανταλάς (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–