κρεμάστρα


κρεμάστρα
Προφορά

Ετυμολογία
κρεμάστρα μεταγενέστερη ελληνική κρεμάστρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κρεμάστρα

✦ ειδικό έπιπλο ή όργανο για το κρέμασμα ρούχων ή άλλων αντικειμένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.