κρεβατώνω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply κρεβατώνωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/κρεβατώνω.mp3Ετυμολογίακρεβατώνω κρεβάτι Ερμηνεία└ρήμα┘ κρεβατώνω ✦ αναγκάζω κάποιον να πέσει στο κρεβάτι: τον κρεβάτωσε η γρίπη για αρκετές μέρες ✦ κρεβατωμένος, άρρωστος Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–