κρεβατώνω


κρεβατώνω
Προφορά

Ετυμολογία
κρεβατώνω κρεβάτι

Ερμηνεία
ρήμα κρεβατώνω

✦ αναγκάζω κάποιον να πέσει στο κρεβάτι: τον κρεβάτωσε η γρίπη για αρκετές μέρες
✦ κρεβατωμένος, άρρωστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.