κρεβάτι
Προφορά
Ετυμολογία
κρεβάτι μεταγενέστερη ελληνική κραβάτιον, υποκοριστικό του κράβατος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κρεβάτι
✦ είδος επίπλου με στρώμα, στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος, κλίνη
✦ φρ. είμαι στο κρεβάτι, είμαι άρρωστος ή κλινήρης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–