κρεατωμένος


κρεατωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
κρεατωμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος κρεατώνω

Ερμηνεία
κρεατωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. εύσαρκος, που «έχει το κρεατάκι του»

Συνώνυμα
θρεψερός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.