κραυγαλέος


κραυγαλέος
Προφορά

Ετυμολογία
κραυγαλέος κραυγή

Ερμηνεία
επίθετο┘ κραυγαλέος -α, -ο

✦ που βγάζει κραυγές, που φωνάζει δυνατά
(μτφ. ) έντονος: δεν μου άρεσαν οι κραυγαλέοι θεατρινισμοί (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.