κρατούμενο
Προφορά
Ετυμολογία
κρατούμενο └ουδ┘ της μετοχής ενεστώτα του ρήματος κρατούμαι
Ερμηνεία
κρατούμενο
✦ μτχ. ως ουσ. (μαθημ.) κατά τις στοιχειώδεις πράξεις της αριθμητικής, το ψηφίο που δηλώνει δεκάδες, εκατοντάδες κ.ο.κ. και κρατείται για να υπολογιστεί στις αντίστοιχες δεκάδες, εκατοντάδες κ.ο.κ. του εξαγομένου
✦ φρ. ένα το κρατούμενο, για κάτι που δεν πρέπει να το ξεχάσει κάποιος, ή δεν πρέπει να το αγνοήσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–