κρατικοδίαιτος
Προφορά
Ετυμολογία
κρατικοδίαιτος κρατικός + διαιτώμαι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κρατικοδίαιτος -η, -ο
✦ που τα έξοδά του τα καταβάλλει το κράτος, ο συντηρούμενος από το κράτος: κρατικοδίαιτα στελέχη (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–