κρατήρας


κρατήρας
Προφορά

Ετυμολογία
κρατήρας αρχαία ελληνική κρατήρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κρατήρας

✦ είδος αρχαίου αγγείου: και μ’ άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας (Κ. Καβάφης)
✦ στόμιο ηφαιστείου
✦ άνοιγμα στην επιφάνεια του εδάφους που δημιουργείται από την πρόσκρουση σωμάτων ή έκρηξη: οι οβίδες μας είχαν ανοίξει πλήθος κρατήρες (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.