κρίσιμος


κρίσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
κρίσιμος αρχαία ελληνική κρίσιμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κρίσιμος -η, -ο

✦ αποφασιστικός, που δίνει οριστική τροπή σε κάτι
✦ επικίνδυνος, σοβαρός
✦ ο ευρισκόμενος στο μεταίχμιο μιας καταστάσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
κρίσιμα (Κ κρισίμως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.