κρίνω


κρίνω
Προφορά

Ετυμολογία
κρίνω αρχαία ελληνική κρίνω

Ερμηνεία
ρήμα κρίνω

✦ σχηματίζω γνώμη: έκρινε τους ανθρώπους από το βλέμμα ο παπάς και τους ξεχώριζε μονομιάς σε άξιους και ανάξιους (Γ. Θεοτοκάς) – φρ. εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια
✦ φρονώ, νομίζω
✦ διατυπώνω γνώμη
✦ αποφαίνομαι ως ειδικός, αποφασίζω: το δικαστήριο έκρινε αστήρικτη την κατηγορία
✦ δίνω οριστική τροπή σε κάτι, επιδρώ αποφασιστικά: η νίκη των συμμάχων έκρινε την έκ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.