κρίμα
Προφορά
Ετυμολογία
κρίμα αρχαία ελληνική κρῖμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κρίμα
✦ αμάρτημα, ανόμημα, παράπτωμα: κι ήμουν ο ένοχος εγώ με το μεγάλο κρίμα (Κ. Παλαμάς)
✦ φρ. το κρίμα στο λαιμό σου, σε καθιστώ υπεύθυνο
✦ ατυχία, δυστύχημα
✦ ως επίρρ. ή επιφών. (εύχρ. κ. στον τύπο κρίμας) εκφράζει λύπη, οίκτο, συμπάθεια: κρίμας, έπειτ’ από τόσους κόπους ν’ αποτύχει – κρίμα στην κοπέλα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–