κρέμα
Προφορά
Ετυμολογία
κρέμα └ιταλ┘crema
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κρέμα
✦ λιπώδες, κιτρινωπό προϊόν που λαμβάνεται από το γάλα, καϊμάκι
✦ είδος γλυκίσματος από αβγά, γάλα, άμυλο και ζάχαρη
✦ καλλυντικό χημικό παρασκεύασμα για την περιποίηση του δέρματος: υδατική κρέμα – κρέμα ημέρας – νυκτός – αντιρυτιδική
✦ φαρμακευτικό, λιπαρό παρασκεύασμα, αλοιφή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–