κρέας
Προφορά
Ετυμολογία
κρέας αρχαία ελληνική κρέας
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κρέας
✦ σάρκα ανθρώπου ή ζώου
✦ σάρκα σφάγιου
✦ φρ. του ‘κανε τα μούτρα κρέας, τον έδειρε πολύ· τον εξευτέλισε, τον έκανε να ντραπεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–