κράχτης


κράχτης
Προφορά

Ετυμολογία
κράχτης αρχαία ελληνική κράκτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κράχτης

✦ αυτός που διαλαλεί κάτι, κήρυκας: έβγαλε τότες όρντινο η δημογεροντία, κι ο κράχτης γύρισε και το διαλάλησε (Π. Πρεβελάκης)
✦ (ειδ.) πρόσωπο που προσελκύει θύματα σε χαρτοπαικτικές λέσχες ή άλλα ύποπτα κέντρα
(μτφ. ) προϊόν με μεγάλη εμπορική επιτυχία που προσελκύει πελάτες: οι βιντεοταινίες έγιναν κράχτης για το μαγαζί του
✦ ωδικό πουλί που χρησιμοποιείται για να παγιδεύονται άλλα πουλιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.