κράτος
Προφορά
Ετυμολογία
κράτος αρχαία ελληνική κράτος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κράτος
✦ μορφή διακυβέρνησης, πολίτευμα, πολιτεία: δημοκρατικό – δικτατορικό κράτος
✦ πολιτικά οργανωμένο σύνολο ανθρώπων (λαός), ανεξάρτητα από φύλο, θρησκεία, γλώσσα ή εθνικότητα, που είναι εγκαταστημένο μόνιμα σε μια καθορισμένη εδαφική έκταση (χώρα) και διοικείται από κυβέρνηση: οι νόμοι του κράτους έχουν υποχρεωτική ισχύ – το κράτος του Ισραήλ – χωρισμός κράτους – Εκκλησίας
✦ κράτος χωροφύλαξ, θεωρία κατά την οποία σκοπός του κράτους είναι η τήρηση της έννομης τάξης και ασφάλειας – κράτος πρόνοιας, θεωρία κατά την οποία σκοπός του κράτους είναι η ευημερία των πολιτών του
✦ το σύνολο των δημόσιων υπηρεσιών: το κράτος αδιαφορεί – το κράτος ήταν απόν
✦ αρχή, εξουσία, ισχύς: το κράτος του νόμου
✦ φρ. υπό το κράτος κάποιου, υπό την επήρεια, την επιβολή κάποιου: υπό το κράτος του πανικού – κατά κράτος, ολοσχερώς, πλήρως: ηττήθησαν κατά κράτος – κράτος εν κράτει, αυτοδιοίκητο τμήμα ενός κράτους: το Βατικανό είναι κράτος εν κράτει – σύνολο που έχει ή επιδιώκει ν’ αποκτήσει αυτονομία, ισχύ κτλ. πέρα από τα επιτρεπτά όρια: οι πετρελαϊκές εταιρείες έχουν καταστεί κράτος εν κράτει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–