κράτηση
Προφορά
Ετυμολογία
κράτηση μεταγενέστερη ελληνική κράτησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κράτηση
✦ συγκράτηση, παρεμπόδιση
✦ ολιγοήμερη φυλάκιση
✦ το ποσό που κρατιέται από οποιεσδήποτε αμοιβές για νόμιμες υποχρεώσεις (ασφάλιστρα, χαρτόσημο κτλ.)
✦ εξασφάλιση, δέσμευση, αγκαζάρισμα: κράτηση θέσεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–