κράσπεδο
Προφορά
Ετυμολογία
κράσπεδο αρχαία ελληνική κράσπεδον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κράσπεδο
✦ το ακραίο σημείο μιας επιφάνειας
✦ (ειδ.) η παρυφή
✦ το άκρο χείλος, ο γύρος
✦ υπώρεια
✦ κράσπεδο πεζοδρομίου, το ακραίο τμήμα του πεζοδρομίου προς την πλευρά του δρόμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–