κούφιος
Προφορά
Ετυμολογία
κούφιος αρχαία ελληνική κοῦφος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κούφιος -ια, -ιο
✦ άδειος, κενός
✦ ο χαλασμένος εσωτερικά: κούφια καρύδια
✦ υπόκωφος: ήχος κούφιος
✦ (μτφ. ) άνθρωπος χωρίς πνευματικό περιεχόμενο, χωρίς εσωτερικό κόσμο: κι ήξερε καλά… τι σημαίνει να κάνεις τη ζωή σου… παλεύοντας με μικρούς και κούφιους ανθρώπους (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) ο χωρίς ουσία, ο χωρίς περιεχόμενο: είναι άνθρωπος που δε λέει πολλά, που δεν του αρέσουν τα κούφια λόγια (Γ. Σεφέρης)
✦ φρ. στα κούφια, χωρίς αποτέλεσμα ή χωρίς να γίνει θόρυβος: η βράβευσή του πέρασε στα κούφια – κούφια η ώρα, η φρ. ως εξορκισμός για αποφυγή κακού, δυσάρεστης κατάστασης: αν αρρωστήσω, κούφια η ώρα, να προσέχεις τα παιδιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–