κούραση
Προφορά
Ετυμολογία
κούραση κουράζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κούραση
✦ κόπωση, καταπόνηση
✦ ψυχική ατονία: μα σαν είδε τον φίλο του να μπαίνει, ευθύς η κούρασις, η ανία, οι σκέψεις φύγανε (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανάπαυση, ξεκούραση
Επιρρήματα
–