κουφώνω


κουφώνω
Προφορά

Ετυμολογία
κουφώνω αρχαία ελληνική κουφῶ

Ερμηνεία
ρήμα κουφώνω

✦ δημιουργώ σε κάτι κοίλωμα, κοιλαίνω
✦ (αμτβ.) αποχτώ κοιλότητα, κουφάλα: κούφωσε το δόντι μου και με πονεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.