κουφωτός
Προφορά
Ετυμολογία
κουφωτός κουφώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κουφωτός -ή, -ό
✦ ο κοίλος, που σχηματίζει κούφωμα
✦ παράθυρο κουφωτό, μισόκλειστο: ανοίξαμε τα παράθυρα, που μείνανε μήνες κουφωτά, όπως σε πένθος (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–