κουφοδόντης


κουφοδόντης
Προφορά

Ετυμολογία
κουφοδόντης κούφος + δόντι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κουφοδόντης

✦ θηλ. -δόντα αυτός που έχει κούφια, χαλασμένα δόντια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.