κουφοβόσκω


κουφοβόσκω
Προφορά

Ετυμολογία
κουφοβόσκω κούφος + βόσκω

Ερμηνεία
ρήμα κουφοβόσκω

✦ βόσκω κρυφά, ύπουλα, καταστρέφω σιγά σιγά, υποσκάπτω: μια δυο μέρες κουφόβοσκε έτσι η αρρώστια (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.