κουφοβράζω
Προφορά
Ετυμολογία
κουφοβράζω κουφός + βράζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κουφοβράζω
✦ βράζω σιγά σιγά
✦ (για ατμοσφαιρ. κατάσταση) είμαι πνιγηρός, με αποπνικτική ζέστη
✦ (μτφ. ) αυξάνομαι, αναπτύσσομαι χωρίς να φαίνομαι: κουφοβράζει η οργή των απεργών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–