κουρντίζω


κουρντίζω
Προφορά

Ετυμολογία
κουρντίζω └ουσ┘ κόρντα

Ερμηνεία
κουρντίζω

✦ κ. κουρδίζω ρ. (κούρντ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) τεντώνω τις χορδές μουσικού οργάνου στον κατάλληλο τόνο
✦ θέτω σε κίνηση μηχανισμό: κουρντίζω το ρολόι μου
(μτφ. ) διοργανώνω: κουρντίσανε ένα σπουδαίο γλέντι
✦ ερεθίζω, ιδ. με πειραχτικά λόγια: μην τον κουρντίζεις, γιατί θα σου ριχτεί
✦ (μέσ.) κουρντίζομαι, στολίζομαι, φορώ τα καλά μου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.