κουρεύω


κουρεύω
Προφορά

Ετυμολογία
κουρεύω μεταγενέστερη ελληνική κουρεύομαι

Ερμηνεία
ρήμα κουρεύω

✦ κόβω τα μαλλιά ανθρώπου ή το τρίχωμα ζώου
✦ φρ. άσ’ τον να κουρεύεται, αδιαφόρησε, αγνόησέ τον – ας πάει να κουρεύεται, ως έκφραση αδιαφορίας ή περιφρονήσεως – πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος, για κάποιον που επιτυγχάνει το αντίθετο απ’ αυτό που επιδιώκει – (παροιμ.) πιάσ’ το αβγό και κούρεφ’ το, για κάποιον που ματαιοπονεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.