κουρελόχαρτο
Προφορά
Ετυμολογία
κουρελόχαρτο κουρέλι + χαρτί
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κουρελόχαρτο
✦ άχρηστο χαρτί· η λ. ιδ. για επίσημα έγγραφα που δεν έχουν καμιά αξία: τα πτυχία των πανεπιστημίων μας έχουν καταντήσει κουρελόχαρτα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–