κουρέλι


κουρέλι
Προφορά

Ετυμολογία
κουρέλι κουρέλλιον, υποκοριστικό του κούρελλον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κουρέλι

✦ κομμάτι από πολύ παλιό ύφασμα
✦ φθαρμένο ρούχο
✦ (μτφ. για πρόσ.) ψυχικό ράκος ή εξευτελισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.