κουράζω


κουράζω
Προφορά

Ετυμολογία
κουράζω μεσαιωνική ελληνική κουράζω (= κουρεύω)• αρχική σημ.: τιμωρώ με κούρεμα

Ερμηνεία
ρήμα κουράζω

✦ καταπονώ, προκαλώ κόπωση

Συνώνυμα

Αντίθετα
αναπαύω, ξεκουράζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.