κουλτούρα
Προφορά
Ετυμολογία
κουλτούρα └λατιν┘ cultura (= καλλιέργεια της γης)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κουλτούρα
✦ ο πνευματικός πολιτισμός
✦ καλλιέργεια, μόρφωση
✦ πνευματική ανάπτυξη
✦ (ειρων.) επιδεικτικό ενδιαφέρον για θέματα διανόησης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–