κουλάκος
Προφορά
Ετυμολογία
κουλάκος λ. ρωσ.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κουλάκος
✦ στη Σοβιετ. Ένωση, αρχικά, ο επίμορτος καλλιεργητής
✦ εύπορος χωρικός, μικρός γαιοκτήμονας, σε αντίθεση με τους εξαθλιωμένους μικροκαλλιεργητές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–