κουκούτσι


κουκούτσι
Προφορά

Ετυμολογία
κουκούτσι └ιταλ┘cucuzza

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κουκούτσι

✦ ο πυρήνας ή σπόρος καρπού
(μτφ. ) ελάχιστη ποσότητα: φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.