κουκούλα


κουκούλα
Προφορά

Ετυμολογία
κουκούλα μεσαιωνική ελληνική κουκούλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κουκούλα

✦ καλύπτρα της κεφαλής
✦ καθετί που χρησιμεύει για κάλυμμα: κουκούλα αυτοκινήτου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.