κουκουλώνω


κουκουλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
κουκουλώνω μεσαιωνική ελληνική κουκουλλώνω

Ερμηνεία
ρήμα κουκουλώνω

✦ καλύπτω με κουκούλα
✦ σκεπάζω, καλύπτω κάποιον ή κάτι εξ ολοκλήρου: πλάγιασε βιαστικά… και κουκουλώθηκε με τα σκεπάσματά της (Γ. Θεοτοκάς) – κι αυτός κουκουλώθηκε το ράσο του να μην τόνε κεντήσουν οι μέλισσες (Π. Πρεβελάκης)
(μτφ. ) συγκαλύπτω, αποκρύβω κάτι το κακό
(μτφ. ) παντρεύω με απάτη ή δια της βίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.