κουκουλοφόρος


κουκουλοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
κουκουλοφόρος κουκούλα + φέρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ κουκουλοφόρος -ος, -ο

✦ αυτός που φορά κουκούλα
✦ (ειδ.) αρσεν. κ. θηλ. κουκουλοφόρος ως ουσ., αυτός που φορά κουκούλα κατά την εκτέλεση αξιόποινης πράξης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.