κουβεντιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
κουβεντιάζω κουβέντα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κουβεντιάζω
✦ συνομιλώ, συζητώ
✦ διαπραγματεύομαι: μην ανυπομονείς θα το κουβεντιάσουμε
✦ κακολογώ, κουτσομπολεύω: τον κουβεντιάζουνε όλοι στην πολυκατοικία
✦ (μέσ.) κουβεντιάζομαι, προσφέρομαι, προθυμοποιούμαι να συζητήσω: δεν κουβεντιάζεται ο άνθρωπος, παράτα τον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–