κουβαριάζω
Προφορά
Ετυμολογία
κουβαριάζω κουβάρι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κουβαριάζω
✦ τυλίγω νήμα σε κουβάρι
✦ συσπειρώνω
✦ (μέσ.) κουβαριάζομαι, μαζεύομαι, ζαρώνω, κουλουριάζομαι: κουβαριασμένος μπρος στη φωτιά (Γ. Μπεράτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–