κουβαλώ


κουβαλώ
Προφορά

Ετυμολογία
κουβαλώ μεσαιωνική ελληνική κουβαλῶ

Ερμηνεία
ρήμα κουβαλώ -άς, -ά

✦ μεταφέρω: τα περιστέρια κουβαλούν, τα χελιδόνια χτίζουν (δημ. τραγ.)
(μτφ. ) φέρνω κάποιον ακάλεστο ή ανεπιθύμητο
✦ (μέσ.) κουβαλιέμαι, μεταφέρω τα πράγματά μου
(μτφ. ) έρχομαι ακάλεστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.