κουβαλητής


κουβαλητής
Προφορά

Ετυμολογία
κουβαλητής κουβαλώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κουβαλητής

✦ θηλ. κουβαλήτρα αυτός που κουβαλά κάτι
✦ οικογενειάρχης που φέρνει στο σπίτι του άφθονα τα αγαθά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.