κουβάς


κουβάς
Προφορά

Ετυμολογία
κουβάς └τουρκ┘kova

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κουβάς

✦ αγγείο ανοιχτό, συν. μετάλλινο, για άντληση ή μεταφορά νερού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.