κουάφ


κουάφ
Προφορά

Ετυμολογία
κουάφ └γαλλ┘ coiffe (γυναικείο μαντίλι για την κεφαλή)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κουάφ

✦ στοιχείο της νυφικής φορεσιάς, είδος διαδήματος που φέρει η νύφη στο κεφάλι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.