κοτώ


κοτώ
Προφορά

Ετυμολογία
κοτώ κοττώ (= κυβεύω)

Ερμηνεία
ρήμα κοτώ -άς, -ά

✦ τολμώ, έχω το θάρρος: κοτάς να τα βάλεις μαζί του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.